-
1 κομιδή
A attendance, care, Hom., etc.; in Il., of care bestowed on horses, 8.186, 23.411; in Od., of care bestowed on men, 8.453, 14.124; also, care bestowed on a garden, , cf. 245: hence dat. κομιδῇ used as Adv. (q.v.).2 provision, supplies,ἐπεὶ οὐ κ. κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός 8.232
.II carriage, conveyance, esp. of supplies and provisions,τῶν ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελοπόννησον κ. Th.4.27
;ὅθεν ῥᾴδιαι αἱ κ. ὧν προσέδει Id.6.21
, cf. Isoc.11.14, etc.;λίθων IG42(1).103.75
(Epid.); gathering in of harvest, τοῦ καρποῦ, καρπῶν κ., X.Cyr.5.4.25, Arist. Pol. 1335a21;σίτου κ. Plb.5.95.5
.b Medic., removal, extraction,ὀδόντων Sor.2.62
(pl.); ἡ διὰ τομῆς κ. (sc. of stone in bladder) Gal. 1.391.2 (from [voice] Med.) carrying away for oneself, rescue, recovery,κατὰ Ἑλένης κομιδήν Hdt.9.73
; esp. recovery of a debt, D.38.9, Arist. EN 1167b31, Oec. 1349a7;μὴ ἔστω αὐτῷ κ. PHal.1.259
(iii B.C.).3 (from [voice] Pass.) going or coming, ποιεύμενοι ταύτῃ τὴν κ. endeavouring to pass this way, Hdt.6.95; escape, safe return,κομιδῆς πέρι.. αὐτῷ μελήσειν ὥστε ἀσινέας ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ἑλλάδα Id.8.19
; οὔτε τις κ. τὸ ὀπίσω φανήσεται ib. 108, cf. 4.134, al.;μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός Pi.P.6.39
, cf. A.R.3.1140, 4.1275. -
2 εφεδρευω
1) сидеть, покоиться, находиться(ἄγγος ἐφεορεῦον τῷ κάρᾳ Eur.)
2) (sc. ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς) сидеть на яйцах3) воен. залегать, лежать в засаде(ἐγγὺς ἐφεδρευόντων Ἀθηναίων Thuc.; τέν φάλαγγα προστάξαι ἐ. Plut.)
4) подстерегать, высматривать, (с нетерпением) выжидать(τοῖς καιροῖς τινος Dem.; τοῖς ἀτυχήμασί τινος Arst.; τοῖς καιροῖς Polyb.)
5) караулить, стеречь(τινί Eur.; τῇ νυκτί Plut.)
6) наблюдать, присматривать(τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ Polyb.)
7) ( о готовом к состязанию борце) быть готовым выступить на смену, ждать своей очереди Luc.8) воен. находиться в резерве Polyb., Plut.9) останавливаться, делать привал Plut. -
3 ἐφεδρεύω
II lie by or near, lie in wait, of an enemy watching for an opportunity of attack, Th.4.71, 8.92;ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν Isoc.8.137
; ἐ. τινί keep watch over, as a prisoner, E.Or. 1627: generally, watch for,τοῖς.. ἀγαθοῖς ἐφεδρεύων ἕτερος καθεδεῖται D.5.15
;τοῖς καιροῖς τινος Id.8.42
, cf. PBaden 39iii7 (ii A.D.), Him.Or.2.26; τοῖς ἀτυχήμασί [τινος] Arist.Pol. 1269a38;τοῖς ἐσομένοις Hld.4.17
: metaph., of disease, lie in wait, Hp.Ep.19 ( Hermes 53.64); but, to be associated with other diseases, Id.Flat.6.2 of a third combatant, draw a 'bye', Luc. Herm.40.3 in war, form the reserve, Plb.18.32.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφεδρεύω
См. также в других словарях:
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek
εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… … Dictionary of Greek